ϲυμμορίᾳ

Count: 1

NOM.PL FEM συμμορία NOUN a co-partnership

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συμμορίαι NOM.PL FEM συμμορία NOUN 5
ξυμμορίαι NOM.PL FEM συμμορία NOUN 2
ξυγκληρίαι NOM.PL FEM συμμορία NOUN 1
ϲυμμορίαι NOM.PL FEM συμμορία NOUN 1