διαιρέϲειϲ

Count: 1

ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρέϲειϲ IMPRF ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1
διαιρέϲειϲ NOM.PL MASC διαίρεσις ADJ 1
διαιρέϲειϲ PRES ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1
διαιρέϲειϲ NOM.PL MASC διαίρεσις NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρέσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 195
διαθέϲειϲ ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 11
διαίρεσις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 7
Διαιρέσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 2
διαιρέσιας ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διαιρήσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
Διαθέϲειϲ ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1