διαιτητήϲ

Count: 1

NOM.SG MASC διαιτητής NOUN an arbitrator, umpire

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαιτητὴς NOM.SG MASC διαιτητής NOUN 25
διαιτητής NOM.SG MASC διαιτητής NOUN 6
Διαιτητήϲ NOM.SG MASC διαιτητής NOUN 1