Παραιτητήϲ

Count: 1

NOM.SG MASC παραιτητής NOUN an intercessor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

παραιτητής NOM.SG MASC παραιτητής NOUN 1
παραιτητὴς NOM.SG MASC παραιτητής NOUN 1