πατρωνυμικόν

Count: 1

VOC.SG MASC πατρωνυμικός NOUN derived from one's father's name, patronymic

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πατρωνυμικόν ACC.SG MASC πατρωνυμικός ADJ 8
πατρωνυμικόν ACC.SG NEUT πατρωνυμικός ADJ 7
πατρωνυμικόν NOM.SG NEUT πατρωνυμικός ADJ 4
πατρωνυμικόν VOC.SG MASC πατρωνυμικός ADJ 1