ἀνταγωνιϲτήϲ

Count: 1

NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN an opponent, competitor, rival

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἀνταγωνιστὴς NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN 14
ἀνταγωνιστής NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN 9
ἀνταγωνιϲτὴϲ NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN 3
ἀνταγωνιστὰς NOM.SG MASC ἀνταγωνιστής NOUN 1