ϲυμβεβηκόϲ

Count: 1

NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN meet, agree, happen

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ϲυμβεβηκόϲ PRF ACT NOM.SG NEUT PTCP συμβαίνω VERB 3
ϲυμβεβηκόϲ GEN.SG FEM συμβαίνω NOUN 2
ϲυμβεβηκόϲ PRF ACT 2SG IND συμβαίνω VERB 2
ϲυμβεβηκόϲ ACC.PL FEM συμβαίνω ADJ 1
ϲυμβεβηκόϲ NOM.SG MASC συμβαίνω ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

συνέβη NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 2
ϲυμβὰν NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 2
Συμβ NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 1
Ξυμβαινούϲηϲ NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 1
Συμβάϲ NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 1
Συμβαίνουϲι NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 1
Συμβεβηκόϲ NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 1
ϲυμβαῖνον NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 1
Συμβο NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 1
Συμβεβηκός NOM.SG MASC συμβαίνω NOUN 1