ϲυμφοιτητὴϲ

Count: 1

NOM.SG MASC συμφοιτητής NOUN a school-fellow

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συμφοιτητὴς NOM.SG MASC συμφοιτητής NOUN 11
συμφοιτητής NOM.SG MASC συμφοιτητής NOUN 5
ϲυμφοιτητήϲ NOM.SG MASC συμφοιτητής NOUN 1