περιηγητὴϲ

Count: 1

NOM.SG MASC περιηγητής NOUN one who guides strangers about and shews what is worth notice, a cicerone, showman

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιηγητὴς NOM.SG MASC περιηγητής NOUN 18
περιηγητής NOM.SG MASC περιηγητής NOUN 7
Περιηγητὴς NOM.SG MASC περιηγητής NOUN 4
Περιηγητὴϲ NOM.SG MASC περιηγητής NOUN 1
Περιηγητήϲ NOM.SG MASC περιηγητής NOUN 1
Περιηγητής NOM.SG MASC περιηγητής NOUN 1