διαφθείρει

Count: 1

IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφθείρει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 206
διαφθείρει PRES ACT 2SG IMP διαφθείρω VERB 6
διαφθείρει AOR ACT 3SG SBJV διαφθείρω VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διέφθειρεν IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 43
διέφθειρε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 35
διεφθάρκει IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 2
ἐφύλαζε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
ἐφύλατ IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρεσκε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διεφθείρατε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διέφθαρκε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διάφθειρε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διεφθειρεν IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1