ϲτρατιωτῶν

Count: 1

NOM.SG MASC ταξίαρχος NOUN the commander of a squadron

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ϲτρατιωτῶν GEN.PL MASC ταξίαρχος NOUN 39
ϲτρατιωτῶν PRES ACT 3PL IND ταξίαρχος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

ταξίαρχος NOM.SG MASC ταξίαρχος NOUN 34
ταξίαρχοϲ NOM.SG MASC ταξίαρχος NOUN 3
ταξιάρχης NOM.SG MASC ταξίαρχος NOUN 2
Ταξίαρχοϲ NOM.SG MASC ταξίαρχος NOUN 1