λεπτόϲ

Count: 1

NOM.SG MASC λεπτός ADJ (husked, threshed) fine, thin, delicate, subtle

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λεπτόϲ GEN.SG NEUT λεπτός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

λεπτὸς NOM.SG MASC λεπτός ADJ 167
λεπτός NOM.SG MASC λεπτός ADJ 51
λεπτὸϲ NOM.SG MASC λεπτός ADJ 9
λεπτοὺς NOM.SG MASC λεπτός ADJ 4
λεπτότατος NOM.SG MASC λεπτός ADJ 2
λεπτότερός NOM.SG MASC λεπτός ADJ 2
λεπτος NOM.SG MASC λεπτός ADJ 1
λεπτός᾿ NOM.SG MASC λεπτός ADJ 1
λεπτοὺϲ NOM.SG MASC λεπτός ADJ 1
Λεπτὸς NOM.SG MASC λεπτός ADJ 1