Κροκόδειλοϲ

Count: 1

NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κροκόδειλος NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 37
Κροκόδειλος NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 3
κροκόδειλοϲ NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 2