ὁπλίτην

Count: 1

NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN heavy-armed, armed

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὁπλίτην ACC.SG MASC ὁπλίτης NOUN 51

Other Forms With Same Analysis

ὁπλίτης NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 53
ὁπλίτηϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 11
ὁπλίτας NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
Ὁπλίτας NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
Ὁπλιϲτήϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
Ὁπλίτηϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
ὁπλίκορυϲτὴϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1