πολλαπλαϲιαϲμούϲ

Count: 1

ACC.PL MASC πολλαπλασιασμός NOUN multiplication

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πολλαπλασιασμοὺς ACC.PL MASC πολλαπλασιασμός NOUN 2
πολλαπλασιοσμοὺς ACC.PL MASC πολλαπλασιασμός NOUN 1
πολλαπλασιασμούς ACC.PL MASC πολλαπλασιασμός NOUN 1