αἰνιγματώδη

Count: 1

PRES ACT 3SG OPT αἰνιγματώδης VERB riddling, dark

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

αἰνιγματώδη ACC.PL NEUT αἰνιγματώδης ADJ 9
αἰνιγματώδη ACC.SG FEM αἰνιγματώδης ADJ 5
αἰνιγματώδη NOM.PL NEUT αἰνιγματώδης ADJ 4
αἰνιγματώδη ACC.SG MASC αἰνιγματώδης ADJ 1