ϲυμμάχῳ

Count: 1

NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN fighting along with, allied with, ally

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ϲυμμάχῳ DAT.SG MASC σύμμαχος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Σύμμαχος NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 272
σύμμαχος NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 51
Σύμμαχός NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 11
ξύμμαχος NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 7
Σύμμαχοϲ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 4
ϲυμμάχων NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 2
ϲύμμαχοϲ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 2
ξύμμαχός NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 2
Ξυμβόλουϲ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1
Ϲύμμαχοϲ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1
Ϲύμμαχο NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1
Σύμμακος NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1