Καθεϲτώϲ

Count: 1

NOM.SG MASC καθίστημι NOUN to set down, place

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Κατέστησεν NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 2
καθίϲτηϲιν NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 2
καθεϲτηκόϲ NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 2
Καθεϲτηκόϲ NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθεϲτώτων NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθιϲτάμενοϲ NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθίϲτατο NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1
Καθεστηκὸς NOM.SG MASC καθίστημι NOUN 1