ϲυναγωνιϲτὰϲ

Count: 1

ACC.PL MASC συναγωνιστής NOUN one who shares with

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συναγωνιστὰς ACC.PL MASC συναγωνιστής NOUN 40
συναγωνιστάς ACC.PL MASC συναγωνιστής NOUN 7
ϲυναγωνιϲτάϲ ACC.PL MASC συναγωνιστής NOUN 1
ξυναγωνιστὰς ACC.PL MASC συναγωνιστής NOUN 1