κατειργαϲμένου

Count: 1

PRF MID GEN.SG MASC PTCP κατεργάζομαι VERB to effect by labour, to achieve, accomplish

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κατειργασμένου PRF MID GEN.SG MASC PTCP κατεργάζομαι VERB 12
Κατειργασμένου PRF MID GEN.SG MASC PTCP κατεργάζομαι VERB 1
κατεργασμένου PRF MID GEN.SG MASC PTCP κατεργάζομαι VERB 1
κατεργαϲαμένου PRF MID GEN.SG MASC PTCP κατεργάζομαι VERB 1