μακαριότητοϲ

Count: 1

GEN.SG FEM μακαριότης NOUN happiness, bliss

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μακαριότητος GEN.SG FEM μακαριότης NOUN 75
μακαριότης GEN.SG FEM μακαριότης NOUN 3