θεομηνία

Count: 1

NOM.SG FEM συμφορά NOUN an event, circumstance, misfortune, disaster

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συμφορὰ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 176
συμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 79
ξυμφορὴ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 15
συμφορὴ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 9
ξυμφορή NOM.SG FEM συμφορά NOUN 8
ξυμφορὰ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 8
ξυμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 6
συμφορή NOM.SG FEM συμφορά NOUN 5
ϲυμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 4
ϲυμφορὰ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 3
Συμφορὰ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 3
Συμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 2
συμφορ NOM.SG FEM συμφορά NOUN 1