ἀπολωλὸϲ

Count: 1

NOM.SG MASC ἀπόλλυμι ADJ to destroy, kill; to lose

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἀπολωλὸς NOM.SG MASC ἀπόλλυμι ADJ 19
ἀπολωλεκὸς NOM.SG MASC ἀπόλλυμι ADJ 4
ἀπολωλός NOM.SG MASC ἀπόλλυμι ADJ 3
ἀπολωλεκός NOM.SG MASC ἀπόλλυμι ADJ 2
ἀπολλύς NOM.SG MASC ἀπόλλυμι ADJ 1
ἀπολλὺϲ NOM.SG MASC ἀπόλλυμι ADJ 1
ἀπολλὺς NOM.SG MASC ἀπόλλυμι ADJ 1