διαλεκτικὴν

Count: 1

NOM.SG MASC διαλεκτικός NOUN skilled in logical argument

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαλεκτικὴν ACC.SG FEM διαλεκτικός ADJ 121
διαλεκτικὴν ACC.SG FEM διαλεκτικός NOUN 2
διαλεκτικὴν NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Διαλεκτικῆς NOM.SG MASC διαλεκτικός NOUN 1