διαλογιϲμόϲ

Count: 1

NOM.SG MASC διαλογισμός NOUN a balancing of accounts

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαλογισμὸς NOM.SG MASC διαλογισμός NOUN 14
διαλογισμός NOM.SG MASC διαλογισμός NOUN 3
Διαλογισμὸς NOM.SG MASC διαλογισμός NOUN 2