Δημαγωγόϲ

Count: 1

NOM.SG MASC δημαγωγός NOUN a popular leader

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δημαγωγὸς NOM.SG MASC δημαγωγός NOUN 53
δημαγωγός NOM.SG MASC δημαγωγός NOUN 17
δημαγωγὸϲ NOM.SG MASC δημαγωγός NOUN 8
δημαγωγόϲ NOM.SG MASC δημαγωγός NOUN 8