Δειλότεροϲ

Count: 1

COMP NOM.SG MASC δειλός ADJ cowardly, craven

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Δειλότεροϲ GEN.SG MASC δειλός NOUN 1
Δειλότεροϲ NOM.SG MASC δειλός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δειλότερος COMP NOM.SG MASC δειλός ADJ 13
δειλότεροϲ COMP NOM.SG MASC δειλός ADJ 4
δειλότερός COMP NOM.SG MASC δειλός ADJ 1
δειλότερόϲ COMP NOM.SG MASC δειλός ADJ 1