Δέδιθι

Count: 1

VOC.SG MASC δείδω NOUN to fear

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Δέδια VOC.SG MASC δείδω NOUN 2
δέδια VOC.SG MASC δείδω NOUN 2
Δέδοικα VOC.SG MASC δείδω NOUN 2
δεδιτ VOC.SG MASC δείδω NOUN 1
δέδιας VOC.SG MASC δείδω NOUN 1
Δέδοικέ VOC.SG MASC δείδω NOUN 1
δειδιότα VOC.SG MASC δείδω NOUN 1
Δειδία VOC.SG MASC δείδω NOUN 1
Δείδιεν VOC.SG MASC δείδω NOUN 1
Δείδιθι VOC.SG MASC δείδω NOUN 1
Δέδοικε VOC.SG MASC δείδω NOUN 1
δέδοικας VOC.SG MASC δείδω NOUN 1