μεγαλειότητοϲ

Count: 1

GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN magnificence, elevation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μεγαλοπρεπείας GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 50
μεγαλειότητος GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 20
τιμιότητός GEN.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 5