διδάϲκαλοϲ

Count: 1

AOR ACT NOM.SG MASC PTCP διδάσκαλος VERB a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC διδάσκαλος NOUN 29
διδάϲκαλοϲ NOM.SG MASC διδάσκαλος ADJ 11
διδάϲκαλοϲ PRES ACT 2SG IND διδάσκαλος VERB 2
διδάϲκαλοϲ PRF ACT 2SG IND διδάσκαλος VERB 2
διδάϲκαλοϲ NOM.SG FEM διδάσκαλος ADJ 1
διδάϲκαλοϲ NOM.SG FEM διδάσκαλος NOUN 1
διδάϲκαλοϲ AOR ACT 2SG IND διδάσκαλος VERB 1
διδάϲκαλοϲ PRES ACT GEN.SG MASC PTCP διδάσκαλος VERB 1
διδάϲκαλοϲ IMPRF ACT 2SG IND διδάσκαλος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διδάϲκαλον AOR ACT NOM.SG MASC PTCP διδάσκαλος VERB 1