διδάϲκαλοι

Count: 1

NOM.PL MASC διδάσκαλος ADJ a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διδάϲκαλοι NOM.PL MASC διδάσκαλος NOUN 4
διδάϲκαλοι PRES ACT 3SG OPT διδάσκαλος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διδάσκαλοι NOM.PL MASC διδάσκαλος ADJ 4
διδάσελοι NOM.PL MASC διδάσκαλος ADJ 1