Καθαρμοὺϲ

Count: 1

ACC.PL MASC καθαρμός NOUN a cleansing, purification

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καθαρμοὺς ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 36
καθαρμούς ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 16
Καθαρμοὺς ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 2
Καθαρμούς ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 1
καθαρμοὺϲ ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 1
καθαρμούϲ ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 1