βάρβαρος

Count: 1

GEN.SG MASC βάρβαρος NOUN barbarous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

βάρβαρος NOM.SG MASC βάρβαρος NOUN 209
βάρβαρος NOM.SG MASC βάρβαρος ADJ 83
βάρβαρος NOM.SG FEM βάρβαρος ADJ 39
βάρβαρος NOM.SG FEM βάρβαρος NOUN 18
βάρβαρος NOM.SG MASC βάρβαρος ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

βαρβάρου GEN.SG MASC βάρβαρος NOUN 88
βαρβάρω GEN.SG MASC βάρβαρος NOUN 1
βαρβάρως GEN.SG MASC βάρβαρος NOUN 1
Βαρβάρου GEN.SG MASC βάρβαρος NOUN 1