λογιστικὸν

Count: 1

NOM.SG NEUT λογιστικός NOUN skilled

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λογιστικὸν ACC.SG NEUT λογιστικός ADJ 86
λογιστικὸν NOM.SG NEUT λογιστικός ADJ 48
λογιστικὸν ACC.SG MASC λογιστικός ADJ 3