ἀνθρωπίνη

Count: 1

NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN belonging to mankind; human

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀνθρωπίνη NOM.SG FEM ἀνθρώπινος ADJ 170
ἀνθρωπίνη DAT.SG FEM ἀνθρώπινος ADJ 2
ἀνθρωπίνη FUT ACT 3SG IND ἀνθρώπινος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

ἀνθρώπινος NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 2
ἀνθρώπινοϲ NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρώπινα NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρώπινον NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
ἀνθρώπινα NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρωπίνη NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1