σφοδρότερα

Count: 1

@@@ -------c σφοδρός ADV vehement, violent, excessive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σφοδρότερα COMP NOM.PL NEUT σφοδρός ADJ 13
σφοδρότερα COMP ACC.PL NEUT σφοδρός ADJ 9
σφοδρότερα ACC.PL NEUT σφοδρός ADJ 1
σφοδρότερα NOM.PL NEUT σφοδρός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

σφοδρότερον @@@ -------c σφοδρός ADV 99
σφοδροτέρως @@@ -------c σφοδρός ADV 13
σφοδρότερόν @@@ -------c σφοδρός ADV 1