ἐπιστολικὸν

Count: 1

NOM.SG NEUT ἐπιστολικός NOUN suited to a letter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπιστολικὸν ACC.SG MASC ἐπιστολικός ADJ 2
ἐπιστολικὸν NOM.SG NEUT ἐπιστολικός ADJ 1
ἐπιστολικὸν ACC.SG MASC ἐπιστολικός NOUN 1