ὁπλίτας

Count: 1

NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN heavy-armed, armed

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὁπλίτας ACC.PL MASC ὁπλίτης NOUN 460
ὁπλίτας ACC.PL FEM ὁπλίτης NOUN 1
ὁπλίτας IMPRF ACT 2SG IND ὁπλίτης VERB 1

Other Forms With Same Analysis

ὁπλίτης NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 53
ὁπλίτηϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 11
Ὁπλίτας NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
ὁπλίτην NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
Ὁπλιϲτήϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
Ὁπλίτηϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1
ὁπλίκορυϲτὴϲ NOM.SG MASC ὁπλίτης NOUN 1