διδάσκαλοι

Count: 1

NOM.PL FEM διδάσκαλος NOUN a teacher, master

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διδάσκαλοι NOM.PL MASC διδάσκαλος NOUN 240
διδάσκαλοι NOM.PL MASC διδάσκαλος ADJ 4
διδάσκαλοι VOC.PL MASC διδάσκαλος NOUN 1
διδάσκαλοι NOM.PL FEM διδάσκαλος ADJ 1