δυσαριστοτόκεια

Count: 1

ACC.PL NEUT δυσαριστοτόκεια NOUN unhappy mother of the noblest son

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δυσαριστοτόκεια NOM.PL NEUT δυσαριστοτόκεια ADJ 3
δυσαριστοτόκεια NOM.SG FEM δυσαριστοτόκεια ADJ 3
δυσαριστοτόκεια ACC.PL NEUT δυσαριστοτόκεια ADJ 1