στρατηγικῶν

Count: 1

GEN.PL FEM στρατηγικός NOUN of or for a general; fit for command

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στρατηγικῶν GEN.PL NEUT στρατηγικός ADJ 12
στρατηγικῶν GEN.PL MASC στρατηγικός ADJ 3
στρατηγικῶν GEN.PL FEM στρατηγικός ADJ 2
στρατηγικῶν GEN.PL NEUT στρατηγικός NOUN 1