δαιμόνιε

Count: 1

NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δαιμόνιε VOC.SG MASC δαιμόνιος ADJ 70
δαιμόνιε VOC.SG MASC δαιμόνιος NOUN 13

Other Forms With Same Analysis

δαιμόνιος NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 9
Δαιμόνιος NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 2
δαιμόνιοϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
δαιμόνιός NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
δαιμόνιόϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
Δαιμόνιοϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1