δολομῆτα

Count: 1

NOM.PL NEUT δολομήτης NOUN crafty of counsel, wily

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δολομῆτα VOC.SG MASC δολομήτης NOUN 5
δολομῆτα ACC.SG FEM δολομήτης NOUN 2
δολομῆτα NOM.SG MASC δολομήτης NOUN 2
δολομῆτα ACC.PL NEUT δολομήτης NOUN 1