εὐκίνητοι

Count: 1

NOM.PL MASC εὐκίνητος NOUN easily moved

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

εὐκίνητοι NOM.PL MASC εὐκίνητος ADJ 17
εὐκίνητοι NOM.PL FEM εὐκίνητος ADJ 7
εὐκίνητοι PRES ACT 3SG OPT εὐκίνητος VERB 1
εὐκίνητοι VOC.PL MASC εὐκίνητος ADJ 1