συνηθεία

Count: 1

DAT.SG FEM συνήθεια NOUN habitual intercourse, acquaintance, society, intimacy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συνηθεία NOM.SG FEM συνήθεια NOUN 10
συνηθεία ACC.PL NEUT συνήθεια NOUN 7
συνηθεία NOM.DU FEM συνήθεια NOUN 3
συνηθεία ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 1
συνηθεία NOM.PL NEUT συνήθεια NOUN 1
συνηθεία NOM.PL NEUT συνήθεια ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

συνηθείᾳ DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 338
ϲυνηθείᾳ DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 68
Συνηθείᾳ DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 2
συνηθείῃ DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 2
συνηθείαι DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 2
συνηθείῳ DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 1
συνηθείᾀ DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 1
>συνηθείᾳ DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 1