διαμετρητῷ

Count: 1

DAT.SG MASC διαμετρητός NOUN measured out

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαμετρητῷ DAT.SG MASC διαμετρητός ADJ 2
διαμετρητῷ DAT.SG NEUT διαμετρητός ADJ 1