συνίστησι

Count: 1

DAT.PL FEM συνίστημι NOUN to set together, combine, associate, unite, band together

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συνίστησι PRES ACT 3SG IND συνίστημι VERB 162
συνίστησι PRF ACT 3PL IND συνίστημι VERB 2
συνίστησι ACC.SG FEM συνίστημι NOUN 1
συνίστησι ACC.SG MASC συνίστημι ADJ 1
συνίστησι PRES MID 3SG SBJV συνίστημι VERB 1
συνίστησι AOR ACT 3SG SBJV συνίστημι VERB 1

Other Forms With Same Analysis

συνίστησιν DAT.PL FEM συνίστημι NOUN 2
ϲυνεϲτηκυίαιϲ DAT.PL FEM συνίστημι NOUN 1
ϲυνεϲτώϲαιϲ DAT.PL FEM συνίστημι NOUN 1