κατηγοροῖτ

Count: 1

PRES MID 3SG OPT κατηγορέω VERB to speak against, to accuse

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κατηγοροῖτο PRES MID 3SG OPT κατηγορέω VERB 62
κατηγορεῖτο PRES MID 3SG OPT κατηγορέω VERB 2
κατηγοροῦτο PRES MID 3SG OPT κατηγορέω VERB 1
κατηγοροῖτό PRES MID 3SG OPT κατηγορέω VERB 1