ἀνδραποδιστὺς

Count: 1

NOM.SG MASC ἀνδραποδιστής NOUN a slave-dealer, kidnapper

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἀνδραποδιστὴς NOM.SG MASC ἀνδραποδιστής NOUN 4
ἀνδραποδιστής NOM.SG MASC ἀνδραποδιστής NOUN 2
Ἀνδραποδιστὴς NOM.SG MASC ἀνδραποδιστής NOUN 1
Ἀνδραποδιϲτήϲ NOM.SG MASC ἀνδραποδιστής NOUN 1
ἀνδραποδιϲτὴϲ NOM.SG MASC ἀνδραποδιστής NOUN 1
ἈΝΔΡΑΠΟΔΙΣΤΗΣ NOM.SG MASC ἀνδραποδιστής NOUN 1
ἀνδραποδιστὰς NOM.SG MASC ἀνδραποδιστής NOUN 1