ἀπόκοπος

Count: 1

NOM.SG MASC ἀπόκοπος NOUN castrated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀπόκοπος NOM.SG MASC ἀπόκοπος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ἀπόκοποϲ NOM.SG MASC ἀπόκοπος NOUN 2
Ἀπόκοπα NOM.SG MASC ἀπόκοπος NOUN 1
Ἀποκόπουϲ NOM.SG MASC ἀπόκοπος NOUN 1